ἀδηφαγίας

ἀδηφαγίας
ἀδηφαγίᾱς , ἀδηφαγία
gluttony
fem acc pl
ἀδηφαγίᾱς , ἀδηφαγία
gluttony
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • бывати — БЫВА|ТИ (>2000), Ю, ѤТЬ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Совершаться, происходить, случаться; исполняться, осуществляться: вьси събори и слоужьбы и праздьници и жьрьтвы. о чл҃вче сего дѣлѩ бываѫть да сѩ очистить чл҃вкъ отъ грѣхъ своихъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • велеядьѥ — ВЕЛЕ˫АДЬ|Ѥ (1*), ˫А с. То же, что веле˫адениѥ: ˫ако ѡ(т) веле˫адь˫а бываѥть недоугъ, ѡ(т) недоуга же ражаѥть(с) ѡгнь жьжениѥ (ἐξ ἀδηφαγίας) ГА XIII XIV, 102а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • мъного˫адениѥ — МЪНОГО˫АДЕНИ|Ѥ (6*), ˫А с. Невоздержанность, неумеренность в еде: ср҃дце ѡтѧгьчихъ много˫адениѥмь. и д҃шю ѡмрачихъ немл҃срдиѥмь. и тѣло ѡслабихъ лѣностию. СбЯр XIII, 179 об.; И вси иже ѹмъ имѣють цѣ(л). вѣдѧ(т) ˫ако много˫аденьѥ. и многопитье. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обьѣданиѥ — ОБЬѢДАНИ|Ѥ (6*), ˫А с. Неумеренность в еде, обжорство: Рече г҃ь блѫдѣте себе. ѥгъда отѧгьчѧють ср҃дцѧ вашѧ. обьѣданиѥмь и пи˫аньствъмь. (ἐν κραιπολῃ!) Изб 1076, 268 об.; наставлениѥ ѡшелникомъ... пагѹба многословию. обьѣданию невъсхотѣниѥ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κρικητός — (Cricetus cricetus). Απλόδοντο τρωκτικό της οικογένειας των κρικητιδών. Ζει στην Ευρώπη και στην Ασία, και κυρίως στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη, όπου είναι γνωστός σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς ως χάμστερ (hamster). Έχει μήκος 30 35 εκ …   Dictionary of Greek

  • λόρι — (lori). Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών παπαγάλων της οικογένειας των λοριδών, της τάξης των ψιττακομόρφων. Το σώμα τους είναι σχετικά μικρό, με μήκος 17 30 εκ. και βάρος 50 150 γρ. Χαρακτηρίζονται από φτέρωμα έντονου χρώματος που καταλήγει σε… …   Dictionary of Greek

  • αμείουρος — (ameiurus).Γένος ψαριών της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και ως ικτάλουρος. Ζουν αποκλειστικά σε περιοχές της Bόρειας Αμερικής, αν και ορισμένα είδη έχουν μεταφερθεί και εγκλιματιστεί στα νερά της ευρωπαϊκής ηπείρου. Είναι ψάρια του γλυκού… …   Dictionary of Greek

  • λιμακίδες — (limacidae). Οικογένεια γαστεροπόδων σαλιγκαριών της τάξης των ευθυνεύρων που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ατροφικού οστράκου ή την παντελή απουσία του. Πρόκειται για μαλάκια με επίμηκες σώμα, μήκους 2 έως 20 εκ., ανάλογα με το είδος, που… …   Dictionary of Greek

  • ουρουμπού ή μαύρος γύπας — (coragyps atratus). Αρπακτικό πουλί της οικογένειας των καθαρτιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. μαζί με την κοντή ουρά του και άνοιγμα πτερύγων 1,30 μ. Το φτέρωμα και το ράμφος του είναι μαύρα και σκούρα γκρίζα τα γυμνά… …   Dictionary of Greek

  • παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”